στρίφη

στρίφη
η, Ν
οξύς, διαπεραστικός ήχος («από τη στρίφη τ' αργαλειού και τη γλυκιά λαλιά της ο ήλιος εξαστόχησε», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για τ. διαλ. προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”